Η σχέση δύο μοναχικών γυναικών σε μια επαρχιακή πόλη της Ιρλανδίας. Η Μητέρα και η Κόρη. Η κόρη να υπηρετεί την ανήμπορη μάνα και η μάνα να απαιτεί συνεχώς να την φροντίζουν και να την κανακεύουν.
Όταν η μίζερη καθημερινότητά τους ανατρέπεται από την «εισβολή» ενός παλιού φλερτ της κόρης, αρχίζει και η αντίστροφη μέτρηση. Η Μάνα είναι η δύναμη του κακού. Είναι ανικανοποίητη, δύστροπη, σκέφτεται συνεχώς τον εαυτό της, δεν ορρωδεί προ ουδενός.
Θέλει να σβήσει την Κόρη από το χάρτη, γιατί θέλει να έχει κάποιον να τη φροντίζει. Πώς μπορεί η Κόρη που έχει φτάσει πια 40 ετών να πατάει σε στέρεο έδαφος, όταν η Μάνα δηλητηριάζει και τον αέρα που αναπνέει; Συμπεριφέρεται σαν μία έφηβη που δεν μπορεί να κόψει τον ομφάλιο λώρο. Όταν ανακαλύπτει, όμως, ότι η Μάνα γκρέμισε τις γέφυρες με τη μοναδική ελπίδα να αλλάξει τη ζωή της, εκεί πια γίνεται μαινάδα.